cotton ball
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cotton ball | cotton balls |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαcotton ball (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) η μικρή μπάλα από βαμβάκι, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση
Πηγές
επεξεργασία- cotton ball - Cambridge Dictionary online