Ετυμολογία

επεξεργασία
absorbent cotton < → δείτε τις λέξεις absorbent και cotton

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

absorbent cotton (en) (μη μετρήσιμο)

  • (αμερικανικά αγγλικά) το βαμβάκι, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση
    ⮡  I cleaned the wound with a little absorbent cotton and water.
    Kαθάρισα την πληγή με λίγο βαμβάκι και νερό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cotton

Δείτε επίσης

επεξεργασία