Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cotton wool < → δείτε τις λέξεις cotton και wool

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

cotton wool (en) (μη μετρήσιμο)

  • (βρετανικά αγγλικά) το βαμβάκι, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση
    I cleaned the wound with a little cotton wool and water.
    Kαθάρισα την πληγή με λίγο βαμβάκι και νερό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cotton

  Πηγές επεξεργασία