wool (en) (μη μετρήσιμο)
- το μαλλί, το απαλό τρίχωμα που γεμίζει το σώμα των προβάτων και κάποιων άλλων ζώων
- ⮡ sheep/goal wool - μάλλι από πρόβατο/από κατσίκα
- ⮡ Sheep gives us meat, milk, wool, and pelts.
- Τα πρόβατα μας δίνουν το κρέας, το γάλα, το μαλλί και το δέρμα.
- το μαλλί, η ίνα που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ρούχων
- ⮡ a ball of wool - ένα κουβάρι μαλλί
- ⮡ the wool trade - το εμπόριο μαλλιού
- ⮡ I am spinning the wool to make it into yarn.
- Γνέθω το μαλλί για να το κάνω νήμα.
- μάλλινος, που είναι φτιαγμένο από μαλλί
- ⮡ a wool coat - μάλλινο παλτό
- ⮡ wool socks/blankets - μάλλινες κάλτσες/κουβέρτες
- ⮡ I can’t wear wool on my skin.
- Δεν μπορώ να φορέσω μάλλινα κατάσαρκα.