Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.vi.vja.li.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
convivialité convivialités

convivialité (fr) θηλυκό

  1. καλές σχέσεις μεταξύ των ατόμων μιας κοινωνίας
  2. (αγγλισμός) η σχέση μεταξύ των συνδαιτυμόνων που ευχαριστιούνται να τρώνε μαζί
  3. (πληροφορική) ευκολία πρόσβασης ή χρήσης