confiscatoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
confiscatoire | confiscatoires |
Επίθετο
επεξεργασίαconfiscatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δημευτικός
- taux confiscatoire d'un impôt - υψηλό ποσοστό φόρου που απορροφά το σύνολο των εισοδημάτων