ενικός         πληθυντικός  
confiscatoire confiscatoires

  Επίθετο

επεξεργασία

confiscatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. δημευτικός
    taux confiscatoire d'un impôt - υψηλό ποσοστό φόρου που απορροφά το σύνολο των εισοδημάτων