Ετυμολογία

επεξεργασία
committer < commit + -er
      ενικός         πληθυντικός  
committer committers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

committer (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • committer στην αγγλική Βικιπαίδεια