ενεστώτας come upon
γ΄ ενικό ενεστώτα comes upon
αόριστος came upon
παθητική μετοχή come upon
ενεργητική μετοχή coming upon

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come upon < → δείτε τις λέξεις come και upon

come upon (en)