come out at
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | come out at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes out at |
αόριστος | came out at |
παθητική μετοχή | come out at |
ενεργητική μετοχή | coming out at |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcome out at (en)
- (χωρίς παθητική φωνή) καταλήγω, ισούται με ένα συγκεκριμένο κόστος ή ποσό
- ⮡ The total comes out at 10 euros.
- Το σύνολο καταλήγει να 'ναι 10 ευρώ.
- ≈ συνώνυμα: come out to
- ⮡ The total comes out at 10 euros.