ενεστώτας come of
γ΄ ενικό ενεστώτα comes of
αόριστος came of
παθητική μετοχή come of
ενεργητική μετοχή coming of

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come of < → δείτε τις λέξεις come και of

come of (en)

  • βγαίνω από, είναι αποτέλεσμα κάτι
    ⮡  Nothing good will come of it.
    Δεν θα βγει τίποτα καλό από όλα αυτά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη result