coerce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | coerce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coerces |
αόριστος | coerced |
παθητική μετοχή | coerced |
ενεργητική μετοχή | coercing |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcoerce (en)
- αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω
- (προγραμματισμός) εξαναγκάζω μεταβλητή συγκεκριμένου τύπου δεδομένων να λάβει τιμή άλλου τύπου