ενεστώτας coerce
γ΄ ενικό ενεστώτα coerces
αόριστος coerced
παθητική μετοχή coerced
ενεργητική μετοχή coercing

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koʊˈɝs/
 

coerce (en)

  1. αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force
  2. (προγραμματισμός) εξαναγκάζω μεταβλητή συγκεκριμένου τύπου δεδομένων να λάβει τιμή άλλου τύπου

Συγγενικά

επεξεργασία