Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koʊˈɝʒən/ & /koʊˈɝʃən/
  (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

coercion (en)

  1. εξαναγκασμός
  2. (προγραμματισμός) η αναγκαστική μετατροπή της τιμής ενός τύπου δεδομένων σε άλλο τύπο

Συγγενικά επεξεργασία