circumstantial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | circumstantial |
συγκριτικός | more circumstantial |
υπερθετικός | most circumstantial |
Ετυμολογία
επεξεργασία- circumstantial < circumstance + -ial
Επίθετο
επεξεργασίαcircumstantial (en)
- (νομικός όρος) έμμεσος, για αποδείξεις
- (επίσημο) περιστασιακός, συγκυριακός, που έχει σχέση με μια συγκεκριμένη περίσταση
- ⮡ A combination of historical and circumstantial elements led to the outbreak of the revolution.
- Ένας συνδυασμός ιστορικών και συγκυριακών στοιχείων οδήγησε στην έκρηξη της επανάστασης.
- ≈ συνώνυμα: situational
- ⮡ A combination of historical and circumstantial elements led to the outbreak of the revolution.