παραθετικά
θετικός circumstantial
συγκριτικός more circumstantial
υπερθετικός most circumstantial

  Ετυμολογία

επεξεργασία
circumstantial < circumstance + -ial

  Επίθετο

επεξεργασία

circumstantial (en)

  1. (νομικός όρος) έμμεσος, για αποδείξεις
    ⮡  Although many people believe that forensic evidence is direct evidence, it is often considered as circumstantial evidence.
    Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα εγκληματολογικά στοιχεία είναι άμεσες αποδείξεις, συχνά θεωρούνται ως έμμεσες αποδείξεις.
     αντώνυμα: direct
  2. (επίσημο) περιστασιακός, συγκυριακός, που έχει σχέση με μια συγκεκριμένη περίσταση
    ⮡  A combination of historical and circumstantial elements led to the outbreak of the revolution.
    Ένας συνδυασμός ιστορικών και συγκυριακών στοιχείων οδήγησε στην έκρηξη της επανάστασης.
     συνώνυμα:  situational