chiourme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chiourme | chiourmes |
Ετυμολογία επεξεργασία
- chiourme < chourme < (άμεσο δάνειο) ιταλική ciurma < λατινική celeusma, «το τραγούδι των κωπηλατών μιας γαλέρας»
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
chiourme (fr) θηλυκό
- το σύνολο των κωπηλατών μιας γαλέρας (το τσούρμο)
- το σύνολο των καταδίκων σε καταναγκαστικά έργα