chicaneur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chicaneur | chicaneurs |
θηλυκό | chicaneuse | chicaneuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαchicaneur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chicaneur | chicaneurs |
θηλυκό | chicaneuse | chicaneuses |
chicaneur (fr)