procédurier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | procédurier | procéduriers |
θηλυκό | procédurière | procédurières |
procédurier (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | procédurier | procéduriers |
θηλυκό | procédurière | procédurières |
procédurier (fr)