Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chenil < λατινική canile < canis (σκύλος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chenil chenils

chenil (fr) αρσενικό

  1. κυνοτροφείο
  2. χώρος όπου μένουν τα κυνηγετικά σκυλιά
  3. (μεταφορικά) (οικείο) βρόμικος και ακατάστατος χώρος