chenil
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chenil | chenils |
chenil (fr) αρσενικό
- κυνοτροφείο
- χώρος όπου μένουν τα κυνηγετικά σκυλιά
- (μεταφορικά) (οικείο) βρόμικος και ακατάστατος χώρος
ενικός | πληθυντικός |
chenil | chenils |
chenil (fr) αρσενικό