ενεστώτας chalk up to
γ΄ ενικό ενεστώτα chalks up to
αόριστος chalked up to
παθητική μετοχή chalked up to
ενεργητική μετοχή chalking up to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
chalk up to < → δείτε τις λέξεις chalk, up και to

chalk up to (en)

  • (ανεπίσημο) αποδίδω κάτι σε, θεωρώ ότι κάτι προκαλείται από κάτι
    ⮡  He chalked up his success to hard work./He chalked his success up to hard work.
    Απέδωσε την επιτυχία του στη σκληρή δουλειά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη attribute