centralo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centralo | centraloj |
αιτιατική | centralon | centralojn |
centralo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centralo | centraloj |
αιτιατική | centralon | centralojn |
centralo (eo)