centono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centono | centonoj |
αιτιατική | centonon | centonojn |
centono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centono | centonoj |
αιτιατική | centonon | centonojn |
centono (eo)