carry off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | carry off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carries off |
αόριστος | carried off |
παθητική μετοχή | carried off |
ενεργητική μετοχή | carrying off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcarry off (en)
- καταφέρνω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι
- ⮡ Rescue teams carried it off and saved the people trapped in their houses after the hurricane.
- Οι ομάδες διάσωσης κατάφεραν να σώσουν τους ανθρώπους που ήταν παγιδευμένοι μέσα στα σπίτια τους μετά τον τυφώνα.
- ⮡ Rescue teams carried it off and saved the people trapped in their houses after the hurricane.