ενεστώτας carry off
γ΄ ενικό ενεστώτα carries off
αόριστος carried off
παθητική μετοχή carried off
ενεργητική μετοχή carrying off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
carry off < carry & off

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌkæri ˈɒf/ (βρετανικό)
 

carry off (en)

  • καταφέρνω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι
    ⮡  Rescue teams carried it off and saved the people trapped in their houses after the hurricane.
    Οι ομάδες διάσωσης κατάφεραν να σώσουν τους ανθρώπους που ήταν παγιδευμένοι μέσα στα σπίτια τους μετά τον τυφώνα.