card sharp
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
card sharp | card sharps |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɑːd ˌʃɑːp/ (ΗΒ)
- ΔΦΑ : /ˈkɑːrd ˌʃɑːrp/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcard sharp (en)
- ο επαγγελματίας χαρτοκλέφτης
- ο ικανός χαρτοπαίκτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- card sharp στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- card sharp - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)