característico
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- característico < από το ελληνικό χαρακτηριστικός
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | característico | característicos |
θηλυκό | característica | características |
Επίθετο επεξεργασία
característico (pt)
- ο ειδικός, ο χαρακτηριστικός, ο ειδοποιός