ενικός πληθυντικός
característica características

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

característica (pt) θηλυκό

  1. το χαρακτηριστικό, η ιδιότητα που χαρακτηρίζει

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

característica (pt)

  1. θηλυκό του επιθέτου característico (ειδικός, χαρακτηριστικός, ειδοποιός)