car park
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
car park | car parks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαcar park (en) (βρετανικά αγγλικά)
- το πάρκινγκ, ο χώρος στάθμευσης
- ⮡ The car park has enough room for large vehicles.
- Το πάρκινγκ έχει αρκετό χώρο για μεγάλα οχήματα.
- ≈ συνώνυμα: parking lot (αμερικανικά αγγλικά)
- ⮡ The car park has enough room for large vehicles.