ενικός         πληθυντικός  
parking lot parking lots

  Ετυμολογία

επεξεργασία
parking lot < → δείτε τις λέξεις parking και lot

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

parking lot (en) (αμερικανικά αγγλικά)