ενικός         πληθυντικός  
canon canons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

canon (en)

  1. (χριστιανισμός) τύπος του ιερέα
  2. (θρησκεία) κανόνας της Εκκλησίας



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
canon canons

canon (fr) αρσενικό

  1. (οπλισμός) το κανόνι
  2. η κάννη ενός πιστολιού
  3. (θρησκεία) κανόνας της Εκκλησίας

Συγγενικά

επεξεργασία