cacheton
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cacheton < cachet
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cacheton | cachetons |
cacheton (fr) αρσενικό
- (οικείο)
- χάπι
- → δείτε τη λέξη cachet
- ανταμοιβή ενός καλλιτέχνη για κάποια παραγγελία
- → δείτε τη λέξη cachet