Ετυμολογία

επεξεργασία
cacheton < cachet

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cacheton cachetons

cacheton (fr) αρσενικό

  1. χάπι
    → δείτε τη λέξη cachet
  2. ανταμοιβή ενός καλλιτέχνη για κάποια παραγγελία
    → δείτε τη λέξη cachet