broyeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
broyeur | broyeurs |
broyeur (fr) αρσενικό
- εργάτης που ασχολείται με τη συντριβή του μεταλλεύματος
- μηχανή συντριβής διαφόρων υλικών
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | broyeur | broyeurs |
θηλυκό | broyeuse | broyeuses |
broyeur (fr)
- που συντρίβει
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη broyer