Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
broyeur broyeurs

broyeur (fr) αρσενικό

  1. εργάτης που ασχολείται με τη συντριβή του μεταλλεύματος
  2. μηχανή συντριβής διαφόρων υλικών

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό broyeur broyeurs
θηλυκό broyeuse broyeuses

broyeur (fr)

  1. που συντρίβει

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη broyer