débroussailleuse-broyeuse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- débroussailleuse-broyeuse < débroussailleuse + broyeuse
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
débroussailleuse-broyeuse | débroussailleuses-broyeuses |
débroussailleuse-broyeuse (fr) θηλυκό
- αποψιλωτική μηχανή που συντρίβει ό,τι κόβει