bronca
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bronca | broncas |
Ετυμολογία επεξεργασία
- bronca < άμεσο δάνειο από την ισπανική bronca
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bronca (fr) θηλυκό
- (ταυρομαχία) μεγάλος θόρυβος που προκαλεί το κοινό σε ένδειξη αποδοκιμασίας ή δυσαρέσκειας