Ουσιαστικό

επεξεργασία

broker (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
broker < αγγλική broker

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁɔ.kœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
broker brokers

broker (fr) αρσενικό

  1. ο χρηματιστής
     συνώνυμα: trader
  2. (κατ’ επέκταση) ο πράκτορας
     συνώνυμα: courtier