broker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbroker (en)
- χρηματιστής
- μεσίτης
- πράκτορας (ναυτιλιακός, ασφαλιστικός κλπ)
Συγγενικά
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- broker < αγγλική broker
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
broker | brokers |
broker (fr) αρσενικό