courtier
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcourtier (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courtier | courtiers |
θηλυκό | courtière | courtières |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcourtier (fr)
- αντιπρόσωπος μιας εταιρείας (εμπορικής, μεσιτικής, κ.α.)
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) μεσάζων