Ετυμολογία

επεξεργασία
bricole < (άμεσο δάνειο) ιταλική briccola

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁi.kɔl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bricole bricoles

bricole (fr) θηλυκό

  1. είδος καταπέλτη
  2. μπιμπλό, αντικείμενο χωρίς αξία
  3. μικροδουλειά, σύντομη εργασία
  4. (οικείο) αναποδιά, στεναχώρια

Παράγωγα

επεξεργασία