breĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- breĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | breĉo | breĉoj |
αιτιατική | breĉon | breĉojn |
breĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | breĉo | breĉoj |
αιτιατική | breĉon | breĉojn |
breĉo (eo)