Ετυμολογία

επεξεργασία
braquemart < ολλανδική breecmes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
braquemart braquemarts

braquemart (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) (ιστορία) δίκοπο σπαθί του 14ου και 15 αιώνα
  2. (οικείο) το πέος