Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɔʁɲ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
borgne borgnes

borgne (fr) αρσενικό ή θηλυκό

και

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
borgne borgnes

borgne (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μονόφθαλμος
    Un homme borgne. Ένας μονόφθαλμος άντρας.
  2. (κατ' επέκταση, για αντικείμενα) τυφλός
    Fenêtre borgne. Τυφλό παράθυρο (που φέρνει φως αλλά δεν έχει θέα).
    Mur borgne. Τοίχος χωρίς ανοίγματα.
     συνώνυμα: aveugle
  3. (μεταφορικά) κακόφημος
    Une rue borgne. Ένας κακόφημος δρόμος.
    Un hôtel borgne. Ένα κακόφημο ξενοδοχείο.
     συνώνυμα: mal famé

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • changer son cheval borgne pour un cheval aveugle : από το κακό στο χειρότερο

Παροιμίες

επεξεργασία
  • au royaume des aveugles les borgnes sont rois

Συγγενικά

επεξεργασία