borgne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
borgne | borgnes |
borgne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- και
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
borgne | borgnes |
borgne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μονόφθαλμος
- Un homme borgne. Ένας μονόφθαλμος άντρας.
- (κατ' επέκταση, για αντικείμενα) τυφλός
- (μεταφορικά) κακόφημος
Εκφράσεις
επεξεργασία- changer son cheval borgne pour un cheval aveugle : από το κακό στο χειρότερο
Παροιμίες
επεξεργασία- au royaume des aveugles les borgnes sont rois