éborgnement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éborgnement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.bɔʁ.ɲə.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éborgnement | éborgnements |
éborgnement (fr) αρσενικό
- η τύφλωση (η πράξη και το αποτέλεσμα)