bonigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bonigo | bonigoj |
αιτιατική | bonigon | bonigojn |
bonigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bonigo | bonigoj |
αιτιατική | bonigon | bonigojn |
bonigo (eo)