bofilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bofilo | bofiloj |
αιτιατική | bofilon | bofilojn |
bofilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bofilo | bofiloj |
αιτιατική | bofilon | bofilojn |
bofilo (eo)