bluff
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbluff (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbluff (en)
Ρήμα
επεξεργασίαbluff (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bluff < άμεσο δάνειο από την αγγλική bluff
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbluff (fr) αρσενικό
- η μπλόφα, το μπλοφάρισμα
Συνώνυμα
επεξεργασία- intimidation
- leurre
- mensonge
- surenchère
- tromperie
- vantardise
- (οικείο) bidon
- (οικείο) chiqué
- (οικείο) épate
- (οικείο) esbrouffe
- (οικείο) frime