bidon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bidon < σκανδιναβική bida, βάζο
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bidon | bidons |
bidon (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bidon | bidons |
Συγγενικά
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαbidon (eo)