Ετυμολογία

επεξεργασία
bidon < σκανδιναβική bida, βάζο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bi.dɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bidon bidons

bidon (fr) αρσενικό

  1. το μπιτόνι
  2. (οικείο) η κοιλιά

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bidon bidons

Συγγενικά

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

bidon (eo)