Ετυμολογία

επεξεργασία
bidon < σκανδιναβική bida, βάζο

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bidon bidons

bidon (fr) αρσενικό

  1. το μπιτόνι
  2. (οικείο) η κοιλιά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία