bido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bido | bidoj |
αιτιατική | bidon | bidojn |
bido (eo)
- το μαργαριτάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bido | bidoj |
αιτιατική | bidon | bidojn |
bido (eo)