blankulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blankulo | blankuloj |
αιτιατική | blankulon | blankulojn |
blankulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blankulo | blankuloj |
αιτιατική | blankulon | blankulojn |
blankulo (eo)