bizono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /biˈzono/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : bi‐zo‐no
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bizono | bizonoj |
αιτιατική | bizonon | bizonojn |
bizono (eo)
- (θηλαστικό ζώο) o βίσονας