bildenigmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bildenigmo | bildenigmoj |
αιτιατική | bildenigmon | bildenigmojn |
bildenigmo (eo)
- ο γρίφος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bildenigmo | bildenigmoj |
αιτιατική | bildenigmon | bildenigmojn |
bildenigmo (eo)