enigmo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enigmo | enigmoj |
αιτιατική | enigmon | enigmojn |
enigmo (eo)
- το αίνιγμα
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαenigmo (io)
- το αίνιγμα