beuglante
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- beuglante < beugler
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
beuglante | beuglantes |
beuglante (fr) θηλυκό
- (οικείο) τραγούδι που το ξεφωνίζουν· τρόπος θορυβώδους διαμαρτυρίας
- pousser une beuglante - πατάω μια φωνή, τραγουδώ ξεφωνίζοντας