Ετυμολογία

επεξεργασία
beuglante < beugler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bø.ɡlãt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
beuglante beuglantes

beuglante (fr) θηλυκό

pousser une beuglante - πατάω μια φωνή, τραγουδώ ξεφωνίζοντας

Συγγενικά

επεξεργασία