Ετυμολογία

επεξεργασία
beuglement < buglement < beugler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bø.ɡlə.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
beuglement beuglements

beuglement (fr) αρσενικό

  1. το μουγκρητό, το μούγκρισμα
  2. (κατ’ επέκταση) το ξεφωνητό, μυκηθμός, κραυγή, στριγκλιά

Συγγενικά

επεξεργασία