beuglant
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- beuglant < beugler
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
beuglant | beuglants |
beuglant (fr) αρσενικό
- (οικείο), (παρωχημένο) είδος λαϊκού καμπαρέ, στο τέλος του 19ου αιώνα